- δισσολογώ
- δισσολογῶ (-έω) (AM)φέρνω αντίρρηση, δυσανασχετώαρχ.1. λέγω δύο φορές τα ίδια πράγματα, χρησιμοποιώ δισσολογία.2. επαναλαμβάνω3. αλλάζω γνώμη4. αφήνω ασαφές5. (το ουδ. μτχ. πληθ.) τα δισσολογούμεναόσα εκφέρονται με δύο τρόπους (π.χ. ορός και ορρός).[ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + -λογώ < λόγος].
Dictionary of Greek. 2013.